κηφήνιο

κηφήνιο
το (Α κηφήνιον)
κηφήνας σε εμβρυακό στάδιο
αρχ.
η κυψέλη του κηφήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηφήν + υποκορ. κατάλ. -ιον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”